- ῥύσια
- ῥύ̱σια , ῥύσιονsuretyneut nom/voc/acc plῥύσιοςdeliveringneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρυσία — ἡ, Α (κατά τον Φωτ.) «ἡ τῶν τόξων τάσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *ῥύσιος (< ἐρύω [Ι] «σύρω, τραβώ»), πρβλ. ῥύσιον] … Dictionary of Greek
ρύσιον — και δωρ. τ. ῥύτιον, τὸ, Α [ῥυτός (ΙΙ)] 1. αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το λάφυρο, η λεία («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην τοῡ ῥυσίου θ ἥμαρτε», Αισχύλ.) β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως εγγύηση, το… … Dictionary of Greek
ρύσιος — ον, Α [ῥῡσις] 1. αυτός που σώζει, που απολυτρώνει, που απελευθερώνει 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥύσιον α) ευχαριστήρια θυσία προς τους θεούς για σωτηρία από νόσο ή από κίνδυνο («ὠδίνων ῥύσια», Ανθ. Παλ.) β) (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥύσια… … Dictionary of Greek
ῥύσι' — ῥύ̱σια , ῥύσιον surety neut nom/voc/acc pl ῥύσια , ῥύσιος delivering neut nom/voc/acc pl ῥύσιε , ῥύσιος delivering masc/fem voc sg ῥύσιι , ῥύσις flow fem dat sg (epic doric ionic aeolic) ῥύσιε , ῥύσις flow fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)